Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
View word page
προκατεσθίω
to eat up beforehand

ShortDef

to eat up beforehand

Debugging

Headword:
προκατεσθίω
Headword (normalized):
προκατεσθίω
Headword (normalized/stripped):
προκατεσθιω
IDX:
74019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74020
Key:

Data

{'content': 'to eat up beforehand'}