Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
View word page
προκατέρχομαι
return before

ShortDef

return before

Debugging

Headword:
προκατέρχομαι
Headword (normalized):
προκατέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατερχομαι
IDX:
74018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74019
Key:

Data

{'content': 'return before'}