Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
View word page
προκατεργάζομαι
subdue first

ShortDef

subdue first

Debugging

Headword:
προκατεργάζομαι
Headword (normalized):
προκατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατεργαζομαι
IDX:
74017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74018
Key:

Data

{'content': 'subdue first'}