Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
View word page
προκατεπείγω
distress first

ShortDef

distress first

Debugging

Headword:
προκατεπείγω
Headword (normalized):
προκατεπείγω
Headword (normalized/stripped):
προκατεπειγω
IDX:
74016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74017
Key:

Data

{'content': 'distress first'}