Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
View word page
προκατελίσσω
wrap up before use

ShortDef

wrap up before use

Debugging

Headword:
προκατελίσσω
Headword (normalized):
προκατελίσσω
Headword (normalized/stripped):
προκατελισσω
IDX:
74014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74015
Key:

Data

{'content': 'wrap up before use'}