Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
View word page
προκατεισδύνω
go in before

ShortDef

go in before

Debugging

Headword:
προκατεισδύνω
Headword (normalized):
προκατεισδύνω
Headword (normalized/stripped):
προκατεισδυνω
IDX:
74013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74014
Key:

Data

{'content': 'go in before'}