Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
View word page
προκατεγγυάω
betroth beforehand

ShortDef

betroth beforehand

Debugging

Headword:
προκατεγγυάω
Headword (normalized):
προκατεγγυάω
Headword (normalized/stripped):
προκατεγγυαω
IDX:
74012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74013
Key:

Data

{'content': 'betroth beforehand'}