Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
View word page
προκαταψύχω
cool first
ShortDef
cool first
Debugging
Headword:
προκαταψύχω
Headword (normalized):
προκαταψύχω
Headword (normalized/stripped):
προκαταψυχω
IDX:
74011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74012
Key:
Data
{'content': 'cool first'}