Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
View word page
προκαταχωρίζω
assign before

ShortDef

assign before

Debugging

Headword:
προκαταχωρίζω
Headword (normalized):
προκαταχωρίζω
Headword (normalized/stripped):
προκαταχωριζω
IDX:
74009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74010
Key:

Data

{'content': 'assign before'}