Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
View word page
προκαταχράομαι
to use up beforehand

ShortDef

to use up beforehand

Debugging

Headword:
προκαταχράομαι
Headword (normalized):
προκαταχράομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταχραομαι
IDX:
74007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74008
Key:

Data

{'content': 'to use up beforehand'}