Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
View word page
προκαταχέω
pour upon first
ShortDef
pour upon first
Debugging
Headword:
προκαταχέω
Headword (normalized):
προκαταχέω
Headword (normalized/stripped):
προκαταχεω
IDX:
74006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74007
Key:
Data
{'content': 'pour upon first'}