Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
View word page
προκαταφεύγω
to escape to a place of safety before

ShortDef

to escape to a place of safety before

Debugging

Headword:
προκαταφεύγω
Headword (normalized):
προκαταφεύγω
Headword (normalized/stripped):
προκαταφευγω
IDX:
74004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74005
Key:

Data

{'content': 'to escape to a place of safety before'}