Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριομέλιττα
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
View word page
ἀγριόεις
maddening
ShortDef
maddening
Debugging
Headword:
ἀγριόεις
Headword (normalized):
ἀγριόεις
Headword (normalized/stripped):
αγριοεις
IDX:
739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-740
Key:
Data
{'content': 'maddening'}