Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
Ἄβελος
ἀβελτερεύομαι
ἀβελτερία
ἀβελτεροκόκκυξ
ἀβέλτερος
Ἀβεσσαῖος
ἀβίαστος
ἀβίβλης
ἄβιος
ἄβιος2
ἀβίοτος
ἀβιωτοποιός
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαστέω
ἀβλάστητος
ἄβλαστος
ἄβλαυτος
View word page
ἄβιος
without a living, starving
ShortDef
without a living, starving
wealthy
Debugging
Headword:
ἄβιος
Headword (normalized):
ἄβιος
Headword (normalized/stripped):
αβιος
IDX:
73
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74
Key:
Data
{'content': 'without a living, starving'}