Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
View word page
προκαταταχέω
to be beforehand, get the start

ShortDef

to be beforehand, get the start

Debugging

Headword:
προκαταταχέω
Headword (normalized):
προκαταταχέω
Headword (normalized/stripped):
προκαταταχεω
IDX:
73998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73999
Key:

Data

{'content': 'to be beforehand, get the start'}