Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
προκαταχράομαι
View word page
προκαταταράσσω
disturb beforehand

ShortDef

disturb beforehand

Debugging

Headword:
προκαταταράσσω
Headword (normalized):
προκαταταράσσω
Headword (normalized/stripped):
προκαταταρασσω
IDX:
73997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73998
Key:

Data

{'content': 'disturb beforehand'}