Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταχέω
View word page
προκατασχάζω
scarify beforehand

ShortDef

scarify beforehand

Debugging

Headword:
προκατασχάζω
Headword (normalized):
προκατασχάζω
Headword (normalized/stripped):
προκατασχαζω
IDX:
73996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73997
Key:

Data

{'content': 'scarify beforehand'}