Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
View word page
προκατασφάζω
slay before

ShortDef

slay before

Debugging

Headword:
προκατασφάζω
Headword (normalized):
προκατασφάζω
Headword (normalized/stripped):
προκατασφαζω
IDX:
73995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73996
Key:

Data

{'content': 'slay before'}