Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
View word page
προκατασύρω
plunder completely

ShortDef

plunder completely

Debugging

Headword:
προκατασύρω
Headword (normalized):
προκατασύρω
Headword (normalized/stripped):
προκατασυρω
IDX:
73994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73995
Key:

Data

{'content': 'plunder completely'}