Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
View word page
προκαταστρέφω
subdue, overthrow beforehand

ShortDef

subdue, overthrow beforehand

Debugging

Headword:
προκαταστρέφω
Headword (normalized):
προκαταστρέφω
Headword (normalized/stripped):
προκαταστρεφω
IDX:
73992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73993
Key:

Data

{'content': 'subdue, overthrow beforehand'}