Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
View word page
προκαταστοχάζομαι
aim at in advance

ShortDef

aim at in advance

Debugging

Headword:
προκαταστοχάζομαι
Headword (normalized):
προκαταστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταστοχαζομαι
IDX:
73991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73992
Key:

Data

{'content': 'aim at in advance'}