Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
View word page
προκαταστέλλω
begin by calming

ShortDef

begin by calming

Debugging

Headword:
προκαταστέλλω
Headword (normalized):
προκαταστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προκαταστελλω
IDX:
73990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73991
Key:

Data

{'content': 'begin by calming'}