Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
View word page
προκατασπείρω
sow beforehand

ShortDef

sow beforehand

Debugging

Headword:
προκατασπείρω
Headword (normalized):
προκατασπείρω
Headword (normalized/stripped):
προκατασπειρω
IDX:
73987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73988
Key:

Data

{'content': 'sow beforehand'}