Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
View word page
προκατασκευή
previous preparation, a preface, introduction

ShortDef

previous preparation, a preface, introduction

Debugging

Headword:
προκατασκευή
Headword (normalized):
προκατασκευή
Headword (normalized/stripped):
προκατασκευη
IDX:
73985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73986
Key:

Data

{'content': 'previous preparation, a preface, introduction'}