Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
View word page
προκατασκευαστικός
preparatory

ShortDef

preparatory

Debugging

Headword:
προκατασκευαστικός
Headword (normalized):
προκατασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
προκατασκευαστικος
IDX:
73984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73985
Key:

Data

{'content': 'preparatory'}