Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
View word page
προκατασκεύασμα
preparation

ShortDef

preparation

Debugging

Headword:
προκατασκεύασμα
Headword (normalized):
προκατασκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
προκατασκευασμα
IDX:
73983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73984
Key:

Data

{'content': 'preparation'}