Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
View word page
προκατάρχω
to begin; to serve one with the first portion of the victim
ShortDef
to begin; to serve one with the first portion of the victim
Debugging
Headword:
προκατάρχω
Headword (normalized):
προκατάρχω
Headword (normalized/stripped):
προκαταρχω
IDX:
73979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73980
Key:
Data
{'content': 'to begin; to serve one with the first portion of the victim'}