Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
View word page
προκαταρχή
origin
ShortDef
origin
Debugging
Headword:
προκαταρχή
Headword (normalized):
προκαταρχή
Headword (normalized/stripped):
προκαταρχη
IDX:
73977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73978
Key:
Data
{'content': 'origin'}