Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
προκατάρχω
προκατασείω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
προκατασκεύασμα
προκατασκευαστικός
View word page
προκαταρρήγνυμι
break down before

ShortDef

break down before

Debugging

Headword:
προκαταρρήγνυμι
Headword (normalized):
προκαταρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προκαταρρηγνυμι
IDX:
73974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73975
Key:

Data

{'content': 'break down before'}