Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἀνερωτητέον
ἀνεσθίω
ἀνέσιμος
ἄνεσις
ἀνεσταλμένως
ἀνέστιος
ἀνεστραμμένως
ἀνετάζω
ἀνέταιρος
ἀνετέον
ἀνετέος
ἀνετεροίωτος
ἀνετοικός
ἀνέτοιμος
ἄνετος
ἀνετυμολόγητος
ἄνευ
ἀνευάζω
View word page
ἀνετάζω
to examine closely
ShortDef
to examine closely
Debugging
Headword:
ἀνετάζω
Headword (normalized):
ἀνετάζω
Headword (normalized/stripped):
ανεταζω
IDX:
7396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7397
Key:
Data
{'content': 'to examine closely'}