Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκαταρχή
προκατάρχης
View word page
προκαταπλήσσω
strike with terror beforehand
ShortDef
strike with terror beforehand
Debugging
Headword:
προκαταπλήσσω
Headword (normalized):
προκαταπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
προκαταπλησσω
IDX:
73968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73969
Key:
Data
{'content': 'strike with terror beforehand'}