Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
View word page
προκαταπλάσσω
plaster before

ShortDef

plaster before

Debugging

Headword:
προκαταπλάσσω
Headword (normalized):
προκαταπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προκαταπλασσω
IDX:
73966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73967
Key:

Data

{'content': 'plaster before'}