Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
προκαταρρήγνυμι
προκαταρτίζω
View word page
προκαταπίπτω
to fall down before

ShortDef

to fall down before

Debugging

Headword:
προκαταπίπτω
Headword (normalized):
προκαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προκαταπιπτω
IDX:
73965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73966
Key:

Data

{'content': 'to fall down before'}