Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
προκαταρκτικός
προκάταρξις
View word page
προκαταπίμπρημι
burn beforehand

ShortDef

burn beforehand

Debugging

Headword:
προκαταπίμπρημι
Headword (normalized):
προκαταπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
προκαταπιμπρημι
IDX:
73963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73964
Key:

Data

{'content': 'burn beforehand'}