Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
προκάταργμα
προκαταριθμέω
View word page
προκαταπαύω
cause to cease before

ShortDef

cause to cease before

Debugging

Headword:
προκαταπαύω
Headword (normalized):
προκαταπαύω
Headword (normalized/stripped):
προκαταπαυω
IDX:
73961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73962
Key:

Data

{'content': 'cause to cease before'}