Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
προκαταπονέω
View word page
προκατανύσσω
pierce beforehand

ShortDef

pierce beforehand

Debugging

Headword:
προκατανύσσω
Headword (normalized):
προκατανύσσω
Headword (normalized/stripped):
προκατανυσσω
IDX:
73959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73960
Key:

Data

{'content': 'pierce beforehand'}