Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
προκαταπλήσσω
View word page
προκαταντλέω
give a previous douche

ShortDef

give a previous douche

Debugging

Headword:
προκαταντλέω
Headword (normalized):
προκαταντλέω
Headword (normalized/stripped):
προκαταντλεω
IDX:
73958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73959
Key:

Data

{'content': 'give a previous douche'}