Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
προκαταπλάσσω
προκαταπλέω
View word page
προκατανομή
previous pasturage

ShortDef

previous pasturage

Debugging

Headword:
προκατανομή
Headword (normalized):
προκατανομή
Headword (normalized/stripped):
προκατανομη
IDX:
73957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73958
Key:

Data

{'content': 'previous pasturage'}