Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
προκαταπίνω
προκαταπίπτω
View word page
προκατανίζω
wash first

ShortDef

wash first

Debugging

Headword:
προκατανίζω
Headword (normalized):
προκατανίζω
Headword (normalized/stripped):
προκατανιζω
IDX:
73955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73956
Key:

Data

{'content': 'wash first'}