Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
προκαταπίμπρημι
View word page
προκαταμαντεύομαι
divine
ShortDef
divine
Debugging
Headword:
προκαταμαντεύομαι
Headword (normalized):
προκαταμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταμαντευομαι
IDX:
73953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73954
Key:
Data
{'content': 'divine'}