Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
προκαταπαύω
προκαταπέμπω
View word page
προκαταμανθάνω
learn

ShortDef

learn

Debugging

Headword:
προκαταμανθάνω
Headword (normalized):
προκαταμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
προκαταμανθανω
IDX:
73952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73953
Key:

Data

{'content': 'learn'}