Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
προκαταξύω
View word page
προκαταλύω
to break up
ShortDef
to break up
Debugging
Headword:
προκαταλύω
Headword (normalized):
προκαταλύω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλυω
IDX:
73950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73951
Key:
Data
{'content': 'to break up'}