Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
προκαταντλέω
προκατανύσσω
View word page
προκαταλλάσσομαι
to be reconciled before

ShortDef

to be reconciled before

Debugging

Headword:
προκαταλλάσσομαι
Headword (normalized):
προκαταλλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
προκαταλλασσομαι
IDX:
73949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73950
Key:

Data

{'content': 'to be reconciled before'}