Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
προκατανομή
View word page
προκαταληπτικός
preventive
ShortDef
preventive
Debugging
Headword:
προκαταληπτικός
Headword (normalized):
προκαταληπτικός
Headword (normalized/stripped):
προκαταληπτικος
Intro Text:
preventive
IDX:
73947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73948
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "preventive" }