Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
προκατανοέω
View word page
προκαταληπτέον
one must anticipate

ShortDef

one must anticipate

Debugging

Headword:
προκαταληπτέον
Headword (normalized):
προκαταληπτέον
Headword (normalized/stripped):
προκαταληπτεον
IDX:
73946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73947
Key:

Data

{'content': 'one must anticipate'}