Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
προκατανίζω
View word page
προκατάληξις
previous cessation

ShortDef

previous cessation

Debugging

Headword:
προκατάληξις
Headword (normalized):
προκατάληξις
Headword (normalized/stripped):
προκαταληξις
IDX:
73945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73946
Key:

Data

{'content': 'previous cessation'}