Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
προκαταναλίσκω
View word page
προκαταληκτικός
with anticipated
ShortDef
with anticipated
Debugging
Headword:
προκαταληκτικός
Headword (normalized):
προκαταληκτικός
Headword (normalized/stripped):
προκαταληκτικος
Intro Text:
with anticipated
IDX:
73944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73945
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "with anticipated" }