Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
προκαταμαντεύομαι
View word page
προκαταλήγω
to terminate beforehand

ShortDef

to terminate beforehand

Debugging

Headword:
προκαταλήγω
Headword (normalized):
προκαταλήγω
Headword (normalized/stripped):
προκαταληγω
IDX:
73943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73944
Key:

Data

{'content': 'to terminate beforehand'}