Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
προκαταμανθάνω
View word page
προκαταλείπω
bequeath before

ShortDef

bequeath before

Debugging

Headword:
προκαταλείπω
Headword (normalized):
προκαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλειπω
IDX:
73942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73943
Key:

Data

{'content': 'bequeath before'}