Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκατακλάω
προκατακλίνω
προκατάκλισις
προκατακλύζω
προκατακνίζω
προκατακόπτω
προκατακρίνω
προκαταλαγχάνω
προκαταλαμβάνω
προκαταλάμπω
προκαταλέγω
προκαταλείπω
προκαταλήγω
προκαταληκτικός
προκατάληξις
προκαταληπτέον
προκαταληπτικός
προκατάληψις
προκαταλλάσσομαι
προκαταλύω
προκαταμαλάσσω
View word page
προκαταλέγω
to describe beforehand (LSJ προκαταλέγομαι)
ShortDef
to describe beforehand (LSJ προκαταλέγομαι)
Debugging
Headword:
προκαταλέγω
Headword (normalized):
προκαταλέγω
Headword (normalized/stripped):
προκαταλεγω
IDX:
73941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73942
Key:
Data
{'content': 'to describe beforehand (LSJ προκαταλέγομαι)'}